εὐώνυμος

εὐώνυμος
εὐώνυμος, -ον (-ῳ, -ον; -ων.)
1 of glorious name, honoured (Θήρωνα) εὐωνύμων τε

πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν O. 2.7

γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών i. e. consisting in a good name P. 11.58

λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ' Ἀθανᾶν N. 4.19

εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει as regards their right to a good name N. 7.48

Αἰακόν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ N. 7.85

ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (i. e. νικηφόρων. Σ.) N. 8.47

Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι πάτραν τ' εὐώνυμον ἐστεφάνωσαν N. 11.20


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐώνυμος — of good name masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • εὐωνύμως — εὐώνυμος of good name adverbial εὐώνυμος of good name masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐώνυμον — εὐώνυμος of good name masc/fem acc sg εὐώνυμος of good name neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωνύμοις — εὐώνυμος of good name masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωνύμου — εὐώνυμος of good name masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωνύμους — εὐώνυμος of good name masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωνύμων — εὐώνυμος of good name masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωνύμῳ — εὐώνυμος of good name masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐώνυμα — εὐώνυμος of good name neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐώνυμε — εὐώνυμος of good name masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”